- μωρία
- η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [μωρός]η ιδιότητα τού μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνηνεοελλ.ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία τού πάσχοντος(νεοελλ.-μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη, απερίσκεπτη, κουταμάραμσν.πράξη, κατόρθωμα τής παιδικής ηλικίαςαρχ.1. (ευφημιστικά) αθέμιτος, παράνομος έρωτας2. φρ. «ὀφλισκάνω μωρίαν» — φαίνομαι ανόητος, επισύρω με τις πράξεις μου για τον εαυτό μου την υποψία ότι είμαι ανόητος, κατηγορούμαι ως μωρός3. (κατά τον Ησύχ.) «μωρίαιἁμαρτίαι».
Dictionary of Greek. 2013.